- κολυτέα
- κολυτέα, ἡ, ein Strauch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κολυτέα — κολυτέᾱ , κολυτέα bladdersenna fem nom/voc/acc dual κολυτέᾱ , κολυτέα bladdersenna fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυτέα — κολυτέα, ἡ (Α) βλ. κολουτέα … Dictionary of Greek
κολουτέα — (Colutea). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου 26 είδη φυλλοβόλων θάμνων ή μικρών δέντρων, ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας. Το πιο συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα είναι η κ. η δενδρώδης, γνωστή και με τις… … Dictionary of Greek